Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἡ μαγειρικὴ τέχνη

См. также в других словарях:

  • τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… …   Dictionary of Greek

  • μάγειρος — και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας) αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α …   Dictionary of Greek

  • οψαρτυτικός — ὀψαρτυτικός, ή, όν (Α) [οψαρτυτής] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον μάγειρο ή στη μαγειρική τέχνη 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀψαρτυτική η μαγειρική τέχνη 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀψαρτυτικόν βιβλίο μαγειρικής …   Dictionary of Greek

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • οψοποιητικός — ὀψοποιητικός, ή, όν (Α) [οψοποιώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έντεχνη μαγειρική 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀψοποιητική η μαγειρική τέχνη …   Dictionary of Greek

  • δαιταλουργία — δαιταλουργία, η (Α) η μαγειρική τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαιταλ (βλ. δαιταλεύς, δαιταλώμαι) + ουργία < ουργος < έργον] …   Dictionary of Greek

  • οψαρτυσία — ὀψαρτυσία, ἡ (ΑΜ) [οψαρτυτής] η τεχνική παρασκευής τού φαγητού, η μαγειρική τέχνη …   Dictionary of Greek

  • οψοποιικός — ὀψοποιικός, ή, όν (Α) [οψοποιός] 1. οψοποιητικός* 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀψοποιική η μαγειρική τέχνη …   Dictionary of Greek

  • Ένιος, Κόιντος — (Quintus Ennius, Ρουδία, Λέτσε 239 – Ρώμη 169 π.Χ.). Ρωμαίος ποιητής. Θεωρείται ο πρώτος μεγάλος ποιητής της λατινικής λογοτεχνίας και ο πατέρας του ρωμαϊκού έπους σε εξάμετρο. Ο Έ. εγκατέλειψε την πατρίδα του και πολέμησε στη Σαρδηνία. Εκεί… …   Dictionary of Greek

  • ԽԱՀԱՐԱՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0913 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 12c գ. μαγειρική τέχνη coquinaris ars. Արհեստ. եւ գործ խահարարաց. հանդերձանք կերակրոց. խահք. համադամք. ... *Առ որս չիք տեսանել խահարարութիւն, կամ մարմնական ճաշակումն. Լմբ. պտրգ.: *Լնուլ ʼի …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԽՈՀԱԿԵՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0958 Chronological Sequence: Unknown date գ. ἠ μαγειρική (τέχνἡ coquinaria (ars). որ եւ ԽԱՀԱԿԵՐՈՒԹԻՒՆ. Արհեստ եւ գործ խոհակերաց. ... *Եթէ ցանկութեամբ եւ խոհակերութեամբ զհետ ընթանայ: Էին երեսք նորա ʼի խոհակերութենէ անտի եւ ʼի պահոցն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»