-
1 μαγειρικη
-
2 μαγειρικός
A fit for a cook or cookery, ; ; ;κοπίς Plu.Lyc.2
;τάβλια PFay.104.4
(iii A.D.); σκεύη, τράπεζα, Ath.4.169b, 173a; ἡ μαγειρικὴ τέχνη cookery, Pl.R. 332c, Athenio 1.1;ἡ μ. ἐμπειρία Pl.Grg. 500b
; ἡ -κή alone, Id.Plt. 289a, Dionys.Com.2.30, etc. Adv. -κῶς, ἐσκευασμένη τροφή, opp. ὠμή, S.E.P.1.56.2 of persons, skilled in cookery, Pl.Tht. 178d. Adv. - κῶς in a cook-like way, like a true 'artist', Ar.Ach. 1015, Eq. 376, Pax 1017.3 μαγειρικόν, τό, = μαγειρεῖον, IG14.352i71 (but, expenses of dressing meat, 22.334.28).4 μαγειρική, ἡ, either the meat-trade, or tax on butchers, PZen. in Arch.Pap.8.79 (iii B.C.), PUniu.Giss.2.5 (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαγειρικός
-
3 кулинарный
кулинар||ныйприл μαγειρικός:\кулинарныйное искусство ἡ μαγειρική τέχνη. -
4 μαγειρικός
-
5 кулинарный
επ.μαγειρικός•-ое искусство η μαγειρική τέχνη.
-
6 поваренный
επ.μαγειρικός,της μαγειρικής•-ое искусство η μαγειρική (τέχνη)•
-ая соль μαγειρικό αλάτι•
-ая книга βιβλίο μαγειρικής (τσελεμεντές).
-
7 поварской
επ.μαγειρικός•-ая шапка η σκούφια του μάγειρα•
-ое искусство η μαγειρική τέχνη•
поварской нож μαγειρικό μαχαίρι ή της κουζίνας•
-йе принадлежности τα μαγειρικά σκεύη.
-
8 μαγειρικός
μαγειρικός, zum Koch, zum Kochen gehörig; ῥημάτια, Ar. Equ. 216; σκεύη, Ath. IV, 169; κοπίς, Plut. Lycurg. 2; ἡ μαγειρική, sc. τέχνη, die Kochkunst, Plat. Polit. 289 a, wie μαγειρικὴ ἐμπειρία, Gorg. 500 b; διδασκαλία, ein Buch des Rhodiers Parmenon über die Kochkunst, Ath. VII, 308 f. – in der Kostkunft erfahren, Plat. Theag. 125 c. – Adv. μαγειρικῶς, Ac. Equ. 326 Ach. 979; μ. ἐσκευασμένη τροφή der ὦμή entggstzt, S. Emp. pyrrh. 1, 56.
-
9 ἥδυσμα
ἥδυσμα, τό, Alles was dazu dient, eine Speise oder ein Getränk schmackhaft zu machen, Würze, Gewürz, so γήτειον Ar. Vesp. 496 Equ. 676 als Würze der Sardellen; τέχνη μαγειρικὴ τοῖς ὄψοις ἀποδίδωσι τὰ ἡδύσματα Plat. Rep. I, 332 d; Xen. Mem. 3, 14, 5; vom Pfeffer u. Essig, Ath. II, 67 c. Auch von Wohlgerüchen, Hippocr.; Specereien, Plut. de esu carn. 1, 5; oft übertr., παιδιὰ τοῠ πόνου ἥδυσμα Lyc. 25; Reiz, Arist. poet. 5, 5 u. Sp. oft.
-
10 ὄψον
ὄψον, τό,A cooked or otherwise prepared food, a made dish, eaten with bread and wine,ἐν δὲ.. σῖτον καὶ οἶνον ἔθηκεν, ὄψα τε Od.3.480
;ἐν δέ οἱ ἀσκὸν ἔθηκε.. οἴνοιο.., ἐν δὲ καὶ ᾖα κωρύκῳ, ἐν δέ οἱ ὄψα τίθει 5.267
, cf.6.77, Il.9.489;παμπόνηρον ὄ. ὁ γέρανος Epich.87
;ἄρτον,.. οἶνον.., ὄψον Th.1.138
(taken in signf. 3 by D.S.11.57);ἄρτους,.. ὄψον.., οἶνον Pl.Grg. 518c
;ὄ. ὀπτόν Ar.Eq. 1106
, cf. Av. 900; ἐσθίουσι ἐπὶ τῷ σίτῳ ὄ. X.Mem.3.14.2, cf. 3.14.3; τῷ ὄ. ( cuisine) τε καὶ τῷ οἴνῳ χαίροντα μᾶλλον ἢ τοῖς φίλοις ib.1.5.4;ὄ. ἕξουσιν, ἅλας τε δηλονότι καὶ ἐλάας καὶ τυρόν, καὶ βολβοὺς καὶ λάχανά γε, οἷα δὴ ἐν ἀγροῖς ἑψήματα, ἑψήσονται Pl.R. 372c
; opp. τραγήματα, Clearch.65; ὄψα.. καὶ τραγήματα, ὄψα.. καὶ μύρα, Pl.R. 372e, 373a; Σικελικὴ ποικιλία ὄψου ib. 404d;φακῆν, ἥδιστον ὄψων Ar.Fr.23
; τὴν ἔγχελυν.. ὄψων μέγιστον the greatest of delicacies, Anaxandr.39.6; ὄ. δὲ ταὐτὸν ἀεί ποτε πᾶσίν ἐστιν, ὕειον κρέας ἑφθόν (in the Spartan φειδίτια) Dicaearch. Hist.23;εἷς ἄρτος, ὄ. ἰσχάς Philem.85
, cf. X.Cyr.1.2.8; [ τέχνη] ἡ τοῖς ὄ. ( dishes) τὰ ἡδύσματα (sauces, seasonings) [ ἀποδιδοῦσα μαγειρικὴ καλεῖται] Pl. R. 332d, cf. Tht. 175e, Plu.2.99d;ὄ. ὀξέα καὶ δριμέα καὶ ἁλμυρά X.Cyr. 6.2.31
;τοὺς παῖδας διδάσκομεν.. τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῦ ὄ. τῇ δ' ἀριστερᾷ κρατεῖν τὸν ἄρτον Plu.2.99d
: metaph., ὄ. δὲ λόγοι φθονεροῖσι are a treat to the envious, Pi.N.8.21.2 relish, κρόμυον, ποτῷ ὄ. Il.11.630; κολλύραν.. καὶ κόνδυλον ὄ. ἐπ' αὐτῇ pudding and knuckle- sauce, Ar. Pax 123: metaph., λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῆσθε 'hunger is the best sauce', X.Cyr.1.5.12; ἡ ἐπιθυμία τοῦ σίτου ὄ. Id.Mem.1.3.5;ὄ. τροφῆς τὸ πεινῆν Socr.
ap. Porph.Abst.3.26;οἱ πόνοι ὄ. τοῖς ἀγαθοῖς X.Cyr. 7.5.80
.3 at Athens, esp. fish, the chief delicacy of the Athenians (πολλῶν ὄντων ὄ. ἐκνενίκηκεν ὁ ἰχθὺς μόνος ἢ μάλιστά γε ὄψον καλεῖσθαι Plu.2.667f
, cf. Ath.7.276e); so in Pap., ὄ. as collective, = fish, PCair. Zen.82.17 (iii B. C.); in Hp.Mul.1.37 ὄψα θαλάσσια is v.l. (dub.). -
11 μαγειρικός
μαγειρικός, zum Koch, zum Kochen gehörig; ἡ μαγειρική, sc. τέχνη, die Kochkunst; διδασκαλία, ein Buch des Rhodiers Parmenon über die Kochkunst; in der Kostkunft erfahren
См. также в других словарях:
τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… … Dictionary of Greek
μάγειρος — και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας) αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α … Dictionary of Greek
οψαρτυτικός — ὀψαρτυτικός, ή, όν (Α) [οψαρτυτής] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον μάγειρο ή στη μαγειρική τέχνη 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀψαρτυτική η μαγειρική τέχνη 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀψαρτυτικόν βιβλίο μαγειρικής … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek
οψοποιητικός — ὀψοποιητικός, ή, όν (Α) [οψοποιώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έντεχνη μαγειρική 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀψοποιητική η μαγειρική τέχνη … Dictionary of Greek
δαιταλουργία — δαιταλουργία, η (Α) η μαγειρική τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαιταλ (βλ. δαιταλεύς, δαιταλώμαι) + ουργία < ουργος < έργον] … Dictionary of Greek
οψαρτυσία — ὀψαρτυσία, ἡ (ΑΜ) [οψαρτυτής] η τεχνική παρασκευής τού φαγητού, η μαγειρική τέχνη … Dictionary of Greek
οψοποιικός — ὀψοποιικός, ή, όν (Α) [οψοποιός] 1. οψοποιητικός* 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀψοποιική η μαγειρική τέχνη … Dictionary of Greek
Ένιος, Κόιντος — (Quintus Ennius, Ρουδία, Λέτσε 239 – Ρώμη 169 π.Χ.). Ρωμαίος ποιητής. Θεωρείται ο πρώτος μεγάλος ποιητής της λατινικής λογοτεχνίας και ο πατέρας του ρωμαϊκού έπους σε εξάμετρο. Ο Έ. εγκατέλειψε την πατρίδα του και πολέμησε στη Σαρδηνία. Εκεί… … Dictionary of Greek
ԽԱՀԱՐԱՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0913 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 12c գ. μαγειρική τέχνη coquinaris ars. Արհեստ. եւ գործ խահարարաց. հանդերձանք կերակրոց. խահք. համադամք. ... *Առ որս չիք տեսանել խահարարութիւն, կամ մարմնական ճաշակումն. Լմբ. պտրգ.: *Լնուլ ʼի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԽՈՀԱԿԵՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0958 Chronological Sequence: Unknown date գ. ἠ μαγειρική (τέχνἡ coquinaria (ars). որ եւ ԽԱՀԱԿԵՐՈՒԹԻՒՆ. Արհեստ եւ գործ խոհակերաց. ... *Եթէ ցանկութեամբ եւ խոհակերութեամբ զհետ ընթանայ: Էին երեսք նորա ʼի խոհակերութենէ անտի եւ ʼի պահոցն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)